οἶβος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ὁ, piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d'un bœuf.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Russian (Dvoretsky)
οἶβος: ὁ кулин. бычачий затылок Luc.
Greek (Liddell-Scott)
οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.
Greek Monolingual
οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: back of the neck of a cow (Luc. Lex. 3)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Does it occur in ὀ῎χθοιβος?