οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
ion. c. συμπλέω.
συμπλώω: ион. = συμπλέω.
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.