φιλοψία
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ, fondness for dainties, esp. fish, Plu.2.730b, 750d.
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, Liebe, Neigung zu leckerm Essen, bes. Fischessen; Plut. Symp. 8, 3,3; Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de la bonne chère.
Étymologie: φίλοψος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοψία: ἡ любовь к лакомым кушаниям, чревоугодие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοψία: ἡ, τὸ ἀγαπᾶν τὰ ὄψα, μάλιστα τὰ ὀψάρια, Πλούτ. 2. 730Α.