ἄπιχθυς

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπιχθυς Medium diacritics: ἄπιχθυς Low diacritics: άπιχθυς Capitals: ΑΠΙΧΘΥΣ
Transliteration A: ápichthys Transliteration B: apichthys Transliteration C: apichthys Beta Code: a)/pixqus

English (LSJ)

υ, A eating no fish, Ar.Fr.564 ( = E.Fr.366). 2 Subst., paltry little fish, Eust.1720.24.

Spanish (DGE)


• Alolema(s): tb. ἀπίχθυς AB 425
1 que no come pescado βάρβαροι E.Fr.366, cf. Ar.Fr.564.
2 subst. ὁ ἄ. pececillo Eust.1720.24.

German (Pape)

[Seite 292] υος, keine Fische essend, Ar. frg. 480, bei Poll. 6, 41 u. B. A. 425 im acc. plur. ἀπίχθυς. – Nach Eust. 1720, 23 auch ὁ παντελῶς ὀλίγος ἰχθύς?

Russian (Dvoretsky)

ἄπιχθυς: υ, gen. υος не употребляющий в пищу рыбы Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπιχθυς: υ, ὁ μὴ ἐσθίων ἢ ὁ μὴ φαγὼν ἰχθῦς (πρβλ. ἀπόσιτος), «ἄπιχθυς παρ’ Ἀριστοφάνει ὁ ἰχθύων ἄγευστος» Πολυδ. Ϛ΄, 41 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 480). 2) παρ’ Εὐστ. 1720. 24, ὡς οὐσιαστ., ὁ μὴ ἐσθιόμενος ἰχθύς, πρόστυχος, πρβλ. Α. Β. σ. 425, 3.

Greek Monolingual

ἄπιχθυς, -υ (AM) ιχθύς
μσν.
το αρσ. ως ουσ. μικρό, ευτελές ψάρι, που δεν τρώγεται
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει ψάρι.