ὑπνοφόρος
From LSJ
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
English (LSJ)
ον, bringing sleep, Plu.2.657d, Lycusap.Orib.9.46.2.
German (Pape)
[Seite 1207] Schlaf bringend, Plut. Symp. 3, 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte le sommeil.
Étymologie: ὕπνος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνοφόρος: наводящий сон, усыпляющий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, προξενῶν ὕπνον, Πλούτ. 2. 657D.
Greek Monolingual
-ο / ὑπνοφόρος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα, υπνωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόρος].