τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
ao. Moy. épq. de ὀνίνημι.
ὠνήμην: эп. aor. 2 med. к ὀνίνημι.
ὠνήμην: ἴδε ὀνίνημι.
see ὀνίνημι.
ὠνήμην: Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὠνήθην, αόρ. αʹ.