δελφίνιος
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Greek Monolingual
(II)
ο
1. ο επίδοξος διάδοχος του γαλλικού θρόνου
2. κάθε επίδοξος διάδοχος ενός αξιωματούχου ή άλλου προσώπου υψηλά ισταμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. Dauphin «ο διάδοχος» (< γαλλ. dauphin «δελφίνι» < λατ. delphinus, delphin). Ο τίτλος υιοθετήθηκε από τους Γάλλους το 1349 όταν το Δελφινάτο, παλαιός γαλλικός νομός, με έμβλημα το δελφίνι, παραχωρήθηκε από τον Ουμβέρτο Β' στον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Βαλουά].
Spanish (DGE)
-α, -ον
I procedente de delfín, de delfín στέαρ Cyran.4.17.6.
II bot. τὸ δ.
1 espuela de caballero, Consolida ambigua (L.) P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73, Gp.20.2.2.
2 espuela, Consolida pubescens (DC) Soó, Ps.Dsc.3.73.