ἀγνώσσω
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
= ἀγνοέω, pres. only, mostly poet., Simm.1.13, Musae. 249, D.P.173, Coluth.8, Nonn.D.1.425, etc.; in late Prose, Luc.Ep. Sat.25.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo pres.]
1 no entender, no comprender οὐδέ τι τοίγε ἄλλων ἀγνώσσουσι βροτῶν ὀνομάκλυτον αὐδήν Simm.1.13.
2 ignorar, no conocer, desconocer ἀγνώσσεις ... ὅτι ¿no sabes que ... ? Musae.249, μόνος ... ἀγνώσσεις ὡς ... Luc.Ep.Sat.25
•c. ac. ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα Colluth.8, ἄρκυν ὀλέθρου Nonn.D.1.425, δόλον Nonn.D.16.252
•abs. παρ' ἀνδρὶ ἀγνώσσοντι D.P.173.
German (Pape)
[Seite 19] nur bei Sp. wie Col. 8. 186; oft Nonn.; D. Per. 173; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνώσσω: ἀγνοέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τῷ Μουσαίῳ 249, Διον. Περ. 173, Κολούθῳ 8, Νόννῳ, κτλ. ὡς καὶ παρὰ Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 25 (μετὰ διαφ. γραφῆς ἀγνοεῖς) πιθ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ὁμηρ. τύπου ἀγνώσασκε· (ἴδε τὸ ῥῆμα ἀγνοέω) κατ’ ἀναλογίαν τοῦ λιμώσσω κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 607 κἑξ.