ἀντικαταχωρισμός
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ὁ, replacement, Antyll. ap. Orib.6.10.14.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ sustitución Antyll. en Orib.6.10.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταχωρισμός: -οῦ, ὁ, ἀντικατάστασις, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβας. σ. 98.