ἄδερμος
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ον, = ἀδέρματος, Hsch. s.v. ἄδαπτον.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene piel Hsch.s.u. ἄδαρτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδερμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαπτος.