ἑκαστάκις
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Adv., (ἕκαστος) each or every time, IG9(I).694.8 (Corc.); οἱ ἑκαστάκις ἐόντες ἄρχοντες, = οἱ ἀεὶ ἄ., ib.22: ἑκαστάκι GDI 3051 (Chalcedon).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -κι IKalchedon 13.8 (III a.C.)
adv. cada vez, en cada ocasión τοῖς ἑκαστάκις προβούλοις καὶ προδίκοις IG 9(1).683.11 (Corcira III a.C.), τοὺς θεωροὺς τοὺς ἑ. παραγινομένους IM 32.27 (III/II a.C.), οἱ ἑ. ἐόντες ἄρχοντες IG 9(1).694.22, cf. 8 (Corcira II a.C.), IKalchedon l.c.
German (Pape)
[Seite 751] jedesmal, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκαστάκις: ἐπίρρ. (ἕκαστος) ἑκάστοτε· ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 8· οἱ ἑκαστάκις = οἱ ἀεί, αὐτόθι 1839. 11., 1845. 22.