καθένας
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
Greek Monolingual
και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῖς και καθείς, καθεμία, καθέν)
(αόρ. αντων.) ένας - ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ)
νεοελλ.
1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε («μην γίνεσαι όργανο του καθενός»)
2. μτφ. κοινός, τυχαίος, ευτελής άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. καθείς < κατά με σημασία επιμεριστική (πρβλ. εις φάλαγγα κατ' άνδρα) + εἷς - μία - ἕν. Μεταπλασμένος τ. του καθείς είναι ο τ. καθένας (πρβλ. χειμών > χειμώνας].