αναγωγέας

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἀναγωγεύς) ἀναγωγή
αυτός που οδηγεί κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
αυτός που μετατρέπει κάτι στην απλούστερη μορφή του
μσν.
ιμάντας για την ανάρτηση και τη μεταφορά της ασπίδας
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἀναγωγεῖς
τα λουριά με τα οποία στερεώνονταν τα σανδάλια στα πόδια.