αναγωγέας
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
ο (ΑΜ ἀναγωγεύς) ἀναγωγή
αυτός που οδηγεί κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
αυτός που μετατρέπει κάτι στην απλούστερη μορφή του
μσν.
ιμάντας για την ανάρτηση και τη μεταφορά της ασπίδας
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἀναγωγεῖς
τα λουριά με τα οποία στερεώνονταν τα σανδάλια στα πόδια.