αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
ἐνύπνιος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἄγαν δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνύπνιον
στον ύπνο («θεῑός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος», Ομ. Ιλ.).