συνεργώ
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
συνεργῶ, -έω, ΝΜΑ συνεργός
συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῖν», Κλήμ. Αλ.
γ. «ταῦτα συνεργεῖν πρὸς πλῆθος καρποῦ», Θεόφρ.)
νεοελλ.
είμαι συνεργός στη διάπραξη αδικήματος
μσν.-αρχ.
μέσ. συνεργοῦμαι
α) συντελούμαι, γίνομαι («οὐκ ἄνευ... αἰτιας μεγάλης ἡ τοιαύτη συνεργεῖται οἰκονομία», Γρηγ. Νύσσ.)
β) βοηθιέμαι, παίρνω βοήθεια («τῶν συνεργουμένων ὑφ' ἑνὸς καὶ πλειόνων», Φιλόδ.)
αρχ.
μέσ. έχω συνεργούς, έχω βοηθούς.