sanguinary
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Blood thirsty: P. φονικός, Ar. and V. φοίνιος, δαφοινός, φιλαίματος; see cruel.
Murderous: V. ἀνδροκτόνος, ἀνδροφθόρος, πολύφονος, πολυκτόνος, βροτοκτόνος; see murderous.
Of a battte: use P. καρτερός.