ἀγνοῶ

From LSJ
Revision as of 14:24, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Mantoulidis Etymological

(=δέ γνωρίζω). Ἀπό τό α στερητ. + ρίζα γνοτοῦ γιγνώσκω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄγνοια (=ἀμάθεια), ἀγνόημα (=σφάλμα ἀπό ἄγνοια), ἀγνοούντως, ἀγνοητικός (=πού ταιριάζει στήν ἄγνοια), ἀγνοητέον (μέ ἄρνηση).