ἀγνοῶ

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Mantoulidis Etymological

(=δέ γνωρίζω). Ἀπό τό α στερητ. + ρίζα γνοτοῦ γιγνώσκω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄγνοια (=ἀμάθεια), ἀγνόημα (=σφάλμα ἀπό ἄγνοια), ἀγνοούντως, ἀγνοητικός (=πού ταιριάζει στήν ἄγνοια), ἀγνοητέον (μέ ἄρνηση).