κόμιστρα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
récompense à celui qui a sauvé ou protégé.
Étymologie: κομίζω.
English (Woodhouse)
(see also: κόμιστρον) payment for recovering a thing, reward for bringing, reward for saving
Mantoulidis Etymological
(=ἀμοιβή μεταφορᾶς). Ἀπό τό κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.