ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
Ἀπό τό πυρπόλος → πῦρ + πολέω -ῶ (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.