αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(=ζωγραφίζω μέ ἀποχρώσεις φωτός καί σκιᾶς, σκιτσάρω). Ἀπό τό σκιαγράφος → σκιά +γράφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκιά.