σκιαγραφῶ

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Mantoulidis Etymological

(=ζωγραφίζω μέ ἀποχρώσεις φωτός καί σκιᾶς, σκιτσάρω). Ἀπό τό σκιαγράφοςσκιά +γράφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκιά.