ἀμελῶ

From LSJ
Revision as of 15:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Mantoulidis Etymological

(=δέ φροντίζω, εἶμαι ἀδιάφορος). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀμελής (α στερητ. + ἀπρόσ. μέλει μοι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμέλεια, ἀμέλημα, ἀμελητέον, ἀμελητής, ἀμελητικός, ἀμελητί.