Κερκυραίος

From LSJ
Revision as of 09:23, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, Κερκυραῖα, Κερκυρον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) Κέρκυρα
ο κάτοικος της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
φρ. «Κερκυραία μάστιξ» — φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.

Translations

Esperanto: Korfuano, Korfuanino; French: corfiote; German: Korfiot, Korfiote, Korfiotin; Greek: Κερκυραίος, Κερκυραία; Ancient Greek: Κερκυραῖος; Italian: corfioto, corfiota