overvloedig
From LSJ
ἀβύρβηλος, ἁδινός, ἁδρός, ἀμφιλαφής, ἀνθηρός, ἁπαλοτρεφής, ἀπειρόδωρος, ἄπλετος, ἀφειδής, ἄφθονος, ἀφνειός, ἀφυσγετός, ἀχύνετος, βαρύς, βύβος, γενναῖος, δασύς, δαψιλής, δαψιλός, διαβριθής, δολιχός, ἔκπλεως, ἐκτενής, περιπληθής, περιττός, πλούσιος, πολύμετρος