ἁδινός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
[ᾰ], ή, όν, radic. sense,
A close, thick: hence in Hom.,
1 crowded, thronging, ἁδινὸς κῆρ, like πυκιναὶ φρένες, in physical sense, Il.16.481, Od.19.516; of bees, flies, sheep, Il.2.87,469, Od.1.92.
2 vehement, loud, of sounds, ἁδινὸς γόος Il.18.316; Σειρῆνες ἁδιναί the loud-voiced Sirens, Od.23.326. Adv. ἁδινῶς = frequently, or loudly, vehemently, ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314: neut. as adverb, ἁδινὸν γοόωσα Od.4.721; ἁδινὸν μυκώμεναι 10.413: pl., ἁδινὰ στεναχίζων Il. 23.225; κλαῖ' ἁδινόν 24.510: Comp. ἁδινώτερον Od.16.216:—rare in Lyr. and Trag., ἁδινὸς δάκος a deep bite, Pi.P.2.53; ἁδινὰ δάκρυα thick-falling tears, S.Tr.848 (lyr.); βίοτος ἁδινός abundant, Tim.Pers.29; and freq. in A.R., ἁδινὸς ὕπνος, ἁδινὸν κῶμα = abundant, deep sleep, 3.616,748; ἁδινὴ εὐνή = frequent wedded joys, 3.1206. (Aristarch. wrote ἁδινός, cf. ἁδρός.)
Spanish (DGE)
(ἁδῐνός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ἀ- Emp.B 110.1, Pi.P.2.53, S.Tr.848, A.R.3.616, 748, 1206]
I 1que se agolpa o apelotona μέλισσαι Il.2.87, Orph.Fr.749, μυιάων ... ἔθνεα Il.2.469, del ganado Od.1.92.
2 repetido, sostenido, denso de sonidos γόος Il.18.316, Σειρῆνες que cantan constantemente, Od.23.326
•de otras cosas abundante δάκρυα S.l.c., IThess.1.92 (III a.C.), ἁδινοῖς βελέεσσι Ibyc.167.8S., βίοτος Tim.15.29.
3 fig. fuerte, firme ἁ. κῆρ firme corazón, Il.16.481, Od.19.516, ἀδινῇσιν ὑπὸ πραπίδεσσιν Emp.l.c.
•de otras cosas intenso, profundo δάκος Pi.l.c., ὕπνος sueño profundo A.R.3.616, cf. 748, ἁδινὴ εὐνή trato sexual intenso, frecuente A.R.3.1206
•neutr. como adv. ἁδινόν: ἁδινόν γοόωσα Od.4.721, ἁδινόν μυκώμεναι Od.10.413, tb. neutr. plu. ἁδινά: ἀδινὰ στεναχίζων Il.23.225, cf. Milet 6(2).742.3 (IV a.C.), κλαῖ' ἁδινά Il.24.510, κλαῖον ... ἁδινώτερον Od.16.216.
II adv. ἁδινῶς = profundamente ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314.
• Etimología: Cf. ἅδην, 3 ἄω.
German (Pape)
ἀδινός, ή, όν, Bedeutung und Ursprung nicht sicher, vielleicht verw. mit ἄδην oder mit ἁδρός wie κυδνός κυδρός, ψυδνός ψυδρός, vgl. πυκινός πυκνός; s. Buttmann Lexil. 1.204; bei Hom. in 21 Stellen: ἀδινὸν κῆρ Il. 16.481, Od. 19.516, vgl. πυκιναὶ φρένες; ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἀδινάων Il. 2.87, ἠΰτε μυιάων ἀδινάων ἔθνεα πολλά 2.469; οἵ τέ οἱ (μοι) αἰεὶ μῆλ' ἀδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς Od. 1.92, 4.320; μνησάμενος δ' ἀδινῶς ἀνενείκατο Il. 19.314, ἀδινὸν (v.l. ἀδινὰ Scholl.) στοναχῆσαι 18.124, ἀδινὰ στεναχίζων 23.225, Od. 24.317, ἀδινὰ στενάχοντα Il. 24.23, Od. 7.274; κλαῖ' ἀδινὰ Il. 24.510, ἀδινον γοόωσα Od. 4.721, ἀδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο Il. 18.316, 22.430, 23.17, 24.747, κλαῖον δὲ λιγέως, ἀδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od. 16.216; (πόριες) ἀδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσιν μητέρας 10.413; ἠδ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἄκουσεν 23.326; man beachte, daß die letzte Stelle, von allen die sonderbarste, dem unechten, nachhomerischen Schlusse der Odyssee (nach Aristarch von 23.297 ab) angehört. Grundbedeutung kann sein: fest, gedrungen; von Bienen- und Fliegenschwärmen wie von Schafen und Ziegen: dicht gedrängt; von der Stimme: kräftig, laut, tief; statt der Stimme der Sirenen nennt der Nachdichter Od. 23.326 die Sirenen selbst ἀδινάς. – Hymn. Cerer. 67 τῆς ἀδινὴν ὄπ' ἄκουσα δι' αἰθέρος ἀτρυγέτοιο ὥστε βιαζομένης; Soph. Trach. 847 ἀδινὰ δάκρυα; Pind. P. 2.98 δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν; Apoll.Rh. scheint das Wort nicht mehr verstanden zu haben: 3.1104 καί μιν ἀκηχεμένη ἀδινῷ προσπτύξατο μύθῳ von ruhigem Gespräch; 4.1422 ἃς φάτο λισσόμενος ἀδινῇ ὀπί von schwacher Stimme; 4.1528 ἀδινὴ ἄτη; 2.240 ἀδινὸν κῆδος; 3.616 ἀδινὸς ὕπνος; 3.1206 heißt ein geschenktes Gewand ἀδινῆς μνημήϊον εὐνῆς.
• Adv. ἀδινῶς Il. 19.314, Kompar. ἀδινώτερον Od. 16.216, s. oben.
Übrigens schrieb Herodian ἁδινός, Scholl. Il. 2.87 δασυντέον τὸ ἁδινάων· ἀπὸ γὰρ τοῦ ἅδην καὶ ἁδινός ἡ κίνησις. So Merkel im Apoll.Rh.
French (Bailly abrégé)
ou ἀδινός, ή, όν :
1 abondant, dru, serré;
2 fig. ferme, fort : ἀδινὸν κῆρ IL, OD la trame solide du cœur ; ἀδινὸς γόος IL gémissement bruyant ; Σειρῆνες ἀδιναί OD Sirènes à la voix sonore ; adv. • ἀδινόν, • ἀδινά fortement : ἀδινὸν γοᾶν OD, ἀδινὰ στεναχίζειν IL gémir, sangloter avec force.
Étymologie: ἅδην ou ἄδος.
English (Autenrieth)
probably thick, especially of things densely crowded and in motion. Hence ‘throbbing’ (κῆρ), ‘swarming’ (μέλισσαι), ‘buzzing’ (μυιαι), ‘flurried’ (μῆλα), ‘sobbing’ (γόος), ‘voiceful’ (Σειρῆνες). Adv. with corresponding signification ἁδινόν, ἁδινά, ἁδινώτερον, ‘more dolefully,’ ἁδινῶς ἀνενείκατο, ‘fetched a deep sigh,’ Il. 19.314.
Greek Monotonic
ἁδῐνός: -ή, -όν[ᾰ], συμπιεσμένος (βλ. ἁδρός)·
1. συμπυκνωμένος, συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος, συμπαγής, πυκνός, λέγεται για μέλισσες, μύγες, πρόβατα, σε Όμηρ.· ἁδινὰ δάκρυα, άφθονα δάκρυα, σε Σοφ.
2. βίαιος, ηχηρός, λέγεται για ήχους, σε Ομήρ. Ιλ.· Σειρῆνες ἁδιναί, ηχηρόφωνες Σειρήνες, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. ἁδινῶς, συχνά ή ηχηρά, δυνατά, βίαια, σε Ομήρ. Ιλ.· παρομοίως και ἁδινόν και ἁδινά, ως επίρρ.: ἁδινὸν κλαίειν, μυκᾶσθαι, στοναχῆσαι, σε Όμηρ.· συγκρ. ἁδινώτερον, σε Ομήρ. Οδ.