ἁπαλοτρεφής
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ἁπαλοτρεφές, well-fed,plump, σίαλος Il.21.363; λειμῶνες rich pastures, IG14.1389 ii 11.
Spanish (DGE)
-ές
1 gordezuelo, tierno σίαλος Il.21.363.
2 abundante, rico λειμῶνες IG 14.1389.2.11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
délicatement nourri.
Étymologie: ἁπαλός, τρέφω.
German (Pape)
ές, wohlgemästet, feist, σίαλος, Il. 21.363; λειμῶνες, weichbegraste, Anth. (APP 50).
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλοτρεφής:
1 откормленный, жирный (σίαλος Hom.);
2 тучный, покрытый густой травой (λειμῶνες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλοτρεφής: -ές, ὁ, καλῶς τεθραμμένος, παχύς, σίαλος Ἰλ. Φ. 363· ἀπ. λειμῶνες, πλούσιαι νομαί, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 11.
English (Autenrieth)
ές: tender-fed, ‘fattened;’ σίαλος, Il. 21.363†.
Greek Monolingual
ἁπαλοτρεφής (-οῦς), -ές (AM)
καλοθρεμμένος, παχύς.
Greek Monotonic
ἁπᾰλοτρεφής: -ές (τρέφω), καλοθρεμμένος, παχύς, παχύσαρκος, σε Ομήρ. Ιλ.