ἀφειδής
English (LSJ)
ἀφειδές, (φείδομαι)
A not sparing of, νεῶν καὶ πεισμάτων A.Ag.195 (lyr.); ἀφειδὴς δείματος lightly regarding it, A.R.4.1252; ἀφειδὴς πρὸς τὸν ἔρωτα Call.Epigr.47.7: Sup. ἀφειδέστατοι, τῶν ἀγαθῶν D.Chr.1.24.
2 of things, ἀφειδὴς ὁ κατάπλους καθεστήκει the landing was made without regard to cost or without regard to risk, Th.4.26; not spared, lavishly bestowed, χρυσός Call.Cer.128; δῶρα AP11.59 (Maced.).
II Adv. ἀφειδῶς, Aeol. and Ion. ἀφειδέως Alc.34, Hdt.1.163, al., Ep. ἀφειδείως A.R.3.897:—freely, lavishly, Alc.l.c.; ἀφειδῶς διδόναι Hdt. l.c., D.18.88; ἀφειδῶς ἀπιέναι τὰ τοξεύματα Hdt.9.61: Comp. ἀφειδέστερον, ταῖς λέξεσι χρῆσθαι Hermog.Id.2.11; unsparingly, ἀφειδῶς ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον D.11.2.
2 without mercy, κατακόψαι Hdt.1.207; φονεύειν Id.9.39; χρώμενον Democr.159; κολαζόντων ἀφειδέστερον ἢ ὡς δεσπόται, ἀφειδέστατα τιμωρεῖν, X.Cyr.4.2.47, An.1.9.13; ἀφειδῶς ἔχειν ἑαυτῶν Arist. Pol.1315a29, cf. Paus.4.4.8.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [jón. ép. plu. ἀφειδέες A.R.4.1252]
I de cosas y bienes
1 no escatimado, gastado con largueza, derrochado, abundante χρυσός Call.Cer.127, ἐπιθύσεις ἀφειδεῖς λιβανωτοῦ καὶ ἀρωμάτων IGLS 1.142 (Comagene I a.C.), δῶρα AP 11.59 (Maced.), ἀναλώματα Hdn.2.7.2
•ἀ. ταῦρος toro de gran tamaño Aristocl.SHell.206
•compar. neutr. como adv. profusamente ἀφειδέστερον ... χρῆσθαι Hermog.Id.2.11 (p.397).
2 realizado sin reparar en gastos κατάπλους Th.4.26.
II de anim. y fuerzas naturales
1 c. gen. que no repara, que no se cuida πνοαὶ ... ναῶν τε καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς A.A.196, τοῦ βίου Arist.EN 1124b8, δείματος A.R.4.1252, τῆς ψυχῆς Iambl.Protr.20 (p.98)
•abs. inexorable, indiferente καταπρίσσομαι κόμας ἀ φειδεῖ χερί A.Fr.451h.7, cf. Nonn.D.15.296, ἀφειδέα ποττὸν Ἔρωτα Call.Epigr.46.7, ἀφειδέι κύματος ὁρμῇ Nonn.D.32.156, cf. 11.459
•compar. y sup. neutr. como adv. inexorablemente κολάζειν ἀφειδέστερον X.Cyr.4.2.27, ἀφειδέστατα πάντων ἐτιμωρεῖτο X.An.1.9.8.
2 de pers. generoso, pródigo, liberal c. gen. τῶν ἀγαθῶν D.Chr.1.24, χρημάτων D.C.40.62.2, c. ac. de rel. ἀφειδὴς τὴν γλώτταν deslenguado Poll.8.81, abs. χεῖρ Nonn.D.19.118.
III adv. ἀφειδῶς, tb. ἀφειδέως, ἀφειδείως
1 generosa, pródigamente, sin reparar en gastos (Ἀργανθώνιος) ἐδίδου δὲ ἀ. Hdt.1.163, cf. Alc.338, Hdt.1.207 (bis), D.18.88, ἐν ταῖς περὶ τὴν ἑορτὴν δαπάναις ... ἀφειδῶς διέκειτο Isoc.16.34, εἰ ... μολπῇ ἀφειδῶς κορέσωμεν A.R.3.897, cf. Hld.5.29.2, Philostr.Im.1.12, χαρίζεσθαι Zen.1.36
•con todo tipo de medios ἀφειδῶς ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον D.11.2
•sin tasa ἀπίεσαν τῶν τοξευμάτων πολλὰ ἀφειδῶς Hdt.9.60, ὁ δίκαιος ... οἰκτίρει ἀφειδῶς LXX Pr.21.26.
2 sin reparos, sin cuidarse ἀφειδῶς γὰρ ἑαυτῶν ἔχουσιν οἱ διὰ θυμὸν ἐπιχειροῦντες Arist.Pol.1315a29, cf. Paus.4.4.8, κόμας ἀφειδῶς λύεται Hld.6.8.3.
3 sin miramientos, inexorablemente αἰτιασάμενος Democr.B 159, ἐφόνευον Hdt.9.39, cf. LXX 2Ma.5.6, 12, D.C.74.13.2, Hld.5.32.2, POxy.1885.8, PMasp.19.19 (ambos VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 408] ές (φείδομαι), 1) nicht schonend, nicht sparend, τινός Aesch. Ag. 188; τοῦ βίου Arist. Eth. 4, 3; vgl. τοῖς δὲ ἀφειδὴς ὁ κατάπλους ἐγίγνετο, sie landeten, ohne sich zu schonen, Thuc. 4, 26; freigebig, Plut. Aem. P. 4; nicht achtend, δείματος, ohne Furcht, Ap. Rh. 4. 1252; keine Mühe sparend, keine Arbeit scheuend, ἀφειδῶς ἑαυτὸν εἰς τὰ πράγματα διδούς Dem. 18, 88, wie ἀφειδῶς ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον 11, 2; aber auch = streng, hart, schonungslos, ἀφειδέστερον κολάζειν ἢ οἱ δεσπόται Xen. Cyr. 4, 2, 47; so bes. Sp., ἀφειδῶς χρῆσθαί τινι Plut.; κολάζειν, ἀναιρεῖν, Herodian. 3, 4. 8, 13. – 2) nicht gespart, reichlich, Callim. Cer. 128; ἀναλώματα Herodian. 2, 7. – Adv. ἀφειδῶς, ion. ἀφειδέως, z. B. διδόναι, reichlich geben, Her. 1, 163; φονεύω, schonungslos, 9, 39; ἀφειδῶς ἔχειν τινός, etwas nicht sparen. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui n'épargne pas, qui ne ménage pas, prodigue de, gén. ; abs. ἀφειδὴς κατάπλους THC débarquement de matelots qui ne cherchent pas à ménager leurs barques.
Étymologie: ἀ, φείδομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφειδής:
1 не щадящий, не жалеющий (νεῶν καὶ πεισμάτων Aesch.; βίου Arst.; τῶν ἰδίων ἐγκομίων Plut.);
2 не считающийся с опасностями (κατάπλους Thuc.);
3 щедрый (εὐδάπανος καὶ ἀ. Plut.; δῶρα Λυαίου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφειδής: -ές, (φείδομαι) ὁ μὴ φειδόμενος, δαψιλής, ἀφθόνως παρέχων τι, νεῶν τε καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 195· ἀφ. δείματος, ὀλίγον φροντίζων περὶ αὐτοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1252· ἀφ. πρός τι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 47. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ὁ κατάπλους καθεστήκει, ἔγεινε χωρὶς νὰ ληφθῇ ὑπ’ ὄψει ἡ δαπάνη ἢ ὁ κίνδυνος, Θουκ. 4. 26· ὃν δὲν φείδεταί τις, δαψιλῶς χορηγούμενος, Καλλ. εἰς Δήμ. 128, Ἀνθ. Π. 11. 59· ἀφειδέες ἀγῶνες Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1064. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἰων. -δέως, Ἀλκαῖος 34, Ἡρόδ. (Ἐπ. -δείως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 897)· ἀφθόνως, Ἀλκαῖος ἔνθ’ ἀν.· διδόναι Ἡρόδ. 1. 163, Δημ. 255. 7· ἀφ. ἀπιέναι τὰ τοξεύματα Ἡρόδ. 9. 61· - ὡσαύτως ἄνευ φειδοῦς κόπων, μετὰ πάσης προθυμίας, Δημ. 152, ἐν τέλ. 2) ἀνηλεῶς κατακόψαι Ἡρόδ. 1. 207· φονεύειν ὁ αὐτ. 9. 39· ἀφειδέστερον κολάζειν, ἀφειδέστατα τιμωρεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 47, Ἀν. 1. 9, 13· ἀφ. ἔχειν ἑαυτῶν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 31, πρβλ. Παυσ. 4. 4, 8.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀφειδής, -ές)
Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος
2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος
II. επίρρ. αφειδώς
1. χωρίς φειδώ, απλόχερα
2. αλύπητα, χωρίς έλεος
αρχ.
αυτός που δεν δίνει σημασία, που περιφρονεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φειδής < φείδομαι (πρβλ. βιοφειδής, πολυφειδής)].
Greek Monotonic
ἀφειδής: -ές (φείδομαι)·
I. 1. γενναιόδωρος ή σπάταλος σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αισχύλ.
2. για πράγμα, αυτό που γίνεται χωρίς εκτίμηση του κόστους ή του κινδύνου, σε Θουκ.
II. 1. επίρρ. -δῶς, Ιων. -δέως, ελεύθερα, άφθονα, σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, αφειδής στους κόπους, με πολλή προθυμία, στον ίδ.
2. ανηλεώς, χωρίς έλεος, σε Ηρόδ.· συγκρ. -έστερον, υπερθ. -έστατα, σε Ξεν.
Middle Liddell
φείδομαι
I. unsparing or lavish of a thing, c. gen., Aesch.
2. of actions, done without regard to cost or risk, Thuc.
II. adv. -δῶς, ionic -δέως, freely, lavishly Hdt., Dem.:—also sparing no pains, with all zeal, Dem.
2. unsparingly, without mercy, Hdt.; comp. -έστερον, Sup. -έστατα, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σπάταλος, γενναιόδωρος). Ἀπό τό α στερητ. + φείδομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
non parcus sibi, incautus, not sparing of oneself, incautious, 4.26.7.
Translations
lavish
Armenian: շռայլ; Bulgarian: обилен; Finnish: tuhlaavainen, avokätinen; Galician: xeneroso; German: freigiebig, verschwenderisch; Greek: άφθονος, αφειδής; Ancient Greek: ἀφειδής; Hungarian: pazar, pazarló, bőséges, dús, buja; Irish: scaoilteach, flaithiúil, flaithiúlach; Italian: prodigo, profuso, generoso; Kazakh: береген; Latin: profusus; Macedonian: изобилен, обилен, дарежлив; Maori: tōtōā, whiuwhiu; Polish: hojny; Portuguese: pródigo, perdulário, profuso, esbanjador, dissipador; Russian: щедрый; Spanish: generoso, pródigo, dadivoso, derrochador, exuberante; Swedish: påkostad
profuse
Bulgarian: богат, изобилен; Catalan: profús; Faroese: ógvisligur; Finnish: ylenpalttinen; Galician: profuso; German: übermäßig, enorm, reichlich, üppig, überreich, freigiebig, freigebig; Greek: άφθονος, αφειδής; Ancient Greek: ἀφειδής; Hungarian: bőséges; Irish: raidhsiúil; Latin: profusus; Macedonian: богат, изобилен, обилен; Maori: ranea; Persian: فراوان; Portuguese: profuso; Romanian: abundent, îmbelșugat; Russian: обильный; Slovak: štedrý, bohatý, rozsiahly, veľkorysý; Spanish: profuso; Swedish: överflödande; Tocharian B: īte; Turkish: bol, bolca, çok