κορινθιάζομαι
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
practise fornication, because Corinth was famous for its courtesans, Ar. Fr. 354; — Act. in Hsch.
Greek Monolingual
κορινθιάζομαι (Α) κορίνθιος
1. ασκώ το επάγγελμα της πόρνης, όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου
2. είμαι μαστροπός
3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες.
Russian (Dvoretsky)
κορινθιάζομαι: жить по-коринфски, т. е. распутничать Arph.