απόστολος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἀπόστολος) αποστέλλω
1. (ως κύριο όνομα) μαθητής του Χριστού, απεσταλμένος για να κηρύξει το Ευαγγέλιο
2. ως ουσ. εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει περικοπές από τις Επιστολές και τις Πράξεις των Αποστόλων
3. συνεκδ. κάθε μία από τις περικοπές αυτές που αναγιγνώσκονται στην εκκλησία
νεοελλ.
μτφ. κάθε ένθερμος κήρυκας μιας ιδεολογίας
αρχ.
1. απεσταλμένος, πρεσβευτής
2. ναυτική δύναμη, στόλος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπόστολον
πλοίο που αποστέλλεται για ανιχνεύσεις ή μεταβίβαση διαταγών.
Translations
apostle
Aghwan: 𐕆𐔴𐔱𐔼𐔺𐔰𐔺𐕒; Arabic: رَسُول; Aramaic Classical Syriac: ܫܠܝܼܚܵܐ; Armenian: առաքյալ; Asturian: apóstol; Azerbaijani: həvari; Breton: abostol; Bulgarian: апостол; Burmese: တမန်တော်; Catalan: apòstol; Chinese Mandarin: 使徒; Coptic: ⲁⲡⲟⲥⲧⲟⲗⲟⲥ or; Cornish: abostol; Czech: apoštol; Dutch: apostel, zendeling; Estonian: apostel; Finnish: apostoli, lähetyssaarnaaja; French: apôtre, apôtresse; Old French: apostre, apostle; Friulian: apuestul; Galician: apóstolo; Georgian: მოციქული; German: Apostel, Apostelin, Jünger; Greek: απόστολος; Hebrew: שָׁלִיחַ, שְׁלִיחָה; Hungarian: apostol; Indonesian: rasul; Irish: aspal; Italian: apostolo; Japanese: 使徒; Lao: ອັກຄະສາວົກ; Latin: apostolus; Luxembourgish: Apostel; Macedonian: апостол; Manx: ostyl; Maori: āpotoro; Norman: apôtre; Old English: apostol; Polish: apostoł, apostołka; Portuguese: apóstolo; Russian: апостол; Scottish Gaelic: abstol; Sorbian Lower Sorbian: pósoł; Spanish: apóstol; Swahili: mtume; Swedish: apostel; Tagalog: alagad; Thai: อัครสาวก; Turkish: havaryun, havari; Volapük: paostolan; Walloon: apoisse, apôte; Yiddish: אַפּאָסטאָל