Πηλεΐδης
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ου, Epic εω and αο, ὁ, son of Peleus, Peleides, v. sub Πηλεύς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le fils de Pélée (Achille).
Étymologie: Πηλεύς.
Greek Monolingual
και Πηληϊάδης Α
ο καταγόμενος από τον Πηλέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πηλεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πριαμίδης)].
Russian (Dvoretsky)
Πηλεΐδης: Πηλεΐδας и Πηλείδας, ου, эп. ᾱο и εω ὁ Пелид, сын Пелея, т. е. Ахилл Hom., Eur.