συφός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ὁ, = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].
German (Pape)
ὁ, = συφεός, Lycophr. 875.