ἕαται
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
Ionic 3 pl. pres. of ἧμαι.
Spanish (DGE)
v. ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ion. de ἧμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἕᾰται: и εἵαται (= ἧνται) эп. 3 л. pl. praes. к ἧμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕᾰται: ἕατο, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι.
English (Autenrieth)
see ἧμαι.
Greek Monotonic
ἕᾰται: ἕατο, Ιων. αντί ἧνται, ἧντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.
German (Pape)
ep. = ἧνται.