τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
κοτίζω (Α) κότος
(κατά τον Ησύχ.) οργίζομαι.
1 = κοτέω, Hesych., wenn nicht κοτίσῃ in κοτήσῃ zu ändern ist.
2 = κοττίζω.