τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
seul. part. πιπλάς;c. πίμπλημι.
πίπλημι: (только part. πιπλάς) Aesch. = πίμπλημι.
= πίμπλημι, poet.