Διπόλια

From LSJ
Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. Διπόλεια.

Greek Monolingual

Διπόλια και Διπόλεια και Διιπόλια και Διπολίεια, τα (Α)
γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Διός Πολιέως.

German (Pape)

Διϊπόλια, Διπόλεια.