διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
κλεισιάς: κλείσιον, ἴδε ἐν λέξ. κλισιάς, κλίσιον.
c. κλισιάς.
s. κλισιάς.