Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: κοτυλώδης | Medium diacritics: κοτυλώδης | Low diacritics: κοτυλώδης | Capitals: ΚΟΤΥΛΩΔΗΣ |
Transliteration A: kotylṓdēs | Transliteration B: kotylōdēs | Transliteration C: kotylodis | Beta Code: kotulw/dhs |
ες, like a κοτύλη, ἀγγεῖον ib.480b.
κοτῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κοτύλην, Ἀθήν. 480Β.
κοτυλώδης, -ῶδες (Α) κοτύλη
αυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής.
ες, = κοτυλοειδής; Ath. XI.480b erkl. κυαθίς, κοτυλῶδες ἀγγεῖον.