μολοχίτης

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
sorte de pierre précieuse.
Étymologie: μολόχιον.

Greek (Liddell-Scott)

μολοχίτης: λίθος, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 36. [ῑ].

Greek Monolingual

μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α)
φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα -ίτης/ -ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ-ίτης, σιδηρ-ίτις)].

German (Pape)

[ῑ], λίθος, s. μαλαχίτης, Plin. H.N. 37.8.