ἀγυρτώδης
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀγύρτῃ, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ες
I 1característico de un mendigo o impostor, falso, αἰσχρουργία Epiph.Const.Haer.26.3.6.
2 vulgar, ordinario, Fr.Lex.III.
II adv. -ως falsamente ἐπιλέγουσιν Epiph.Const.Haer.73.1.4.
German (Pape)
ες, bettelhaft, Sp.