μαραντικός

From LSJ
Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαραντικός Medium diacritics: μαραντικός Low diacritics: μαραντικός Capitals: ΜΑΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: marantikós Transliteration B: marantikos Transliteration C: marantikos Beta Code: marantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A marantic, wasting away, pining away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.

Greek Monolingual

μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατοςγέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).

German (Pape)

welk, schwach machend, Schol. Il. 9.242. Bei Phryn. in B.A. 32 Erkl. von γέρων ῥυσός, schwach.