μαραντικός
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ή, όν, A marantic, wasting away, pining away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.
Greek Monolingual
μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατος («γέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).
German (Pape)
welk, schwach machend, Schol. Il. 9.242. Bei Phryn. in B.A. 32 Erkl. von γέρων ῥυσός, schwach.