καμπυλιάζω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: καμπῠλιάζω | Medium diacritics: καμπυλιάζω | Low diacritics: καμπυλιάζω | Capitals: ΚΑΜΠΥΛΙΑΖΩ |
Transliteration A: kampyliázō | Transliteration B: kampyliazō | Transliteration C: kampyliazo | Beta Code: kampulia/zw |
= καμπύλλω (bend, crook), Phot., Suid.
καμπῠλιάζω: τῷ ἑπομ., Φώτ., Σουΐδ.
καμπυλιάζω (Α) καμπύλος
καμπύλλω.
= καμπύλλω, VLL.