ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.
διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.
διοδύρομαι: (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).
sehr beklagen, τὴν συμφοράν, Dem. 53.7.