συγκίρνημι
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
English (LSJ)
= συγκεράννυμι, Ath.2.38f:—Pass., Ti.Locr.96a, Iamb.</author
Greek (Liddell-Scott)
συγκίρνημι: συγκεράννυμι, Ἀθήν. 38F˙ ὡσαύτως συγκιρνάω Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ. ― Μέσ., Ἀθήν. 476A, Διογ. Λ. 7. 158. ― Παθητ. Τίμ. Λοκρ. 96A, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 159.
Greek Monolingual
Α
βλ. συγκεραννύω.
German (Pape)
= συγκεράννυμι.