ἰαμβέλεγος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, an asynartete verse, formed by substituting an iambic penthemimer for the former half of a pentameter, Heph. 15.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβέλεγος: ὁ, στίχος ἀσυνάρτητος, συνιστάμενος ἐκ τοῦ πρώτου μέρους ἰαμβικοῦ τριμέτρου ἀκολουθουμένου ὑπὸ τοῦ δευτέρου ἡμίσεος ἐλεγειακοῦ πενταμέτρου, Ἡφαιστ. 15. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβέλεγος: ὁ ямбо-элегический стих (состоящий из двух каталектических триподий, из которых первая - ямбическая, а вторая - дактилическая).
German (Pape)
ὁ, ein Metrum, aus einer jambischen Penthemimeres und einem halben elegischen Verse bestehend Hephaest. p. 91.