αὐθυπόστατος

From LSJ
Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθυπόστᾰτος Medium diacritics: αὐθυπόστατος Low diacritics: αυθυπόστατος Capitals: ΑΥΘΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: authypóstatos Transliteration B: authypostatos Transliteration C: afthypostatos Beta Code: au)qupo/statos

English (LSJ)

ον, self-substantial, Jul.Or.4.139d, Iamb. ap. Stob.2.8.45, Procl.in Prm.p.610S. Adv.-τως Phlp.in de An.52.19.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo, que existe independientemente τὸ αὐθυπόστατον πρῶτον el principio increado Iul.Or.11.139d, λόγον ... αὐθυπόστατον καὶ αὐτοκίνητον ... ἡ ψυχὴ συνείληφεν ἐν ἑαυτῇ Iambl. en Stob.2.8.45, ὁ αὐ. λόγος τοῦ θεοῦ Leont.Byz.M.86.1216A, ἡ οὐσία Leont.Byz.M.86.2009D, cf. Leont.H.Nest.M.86.1176A
subst. τὸ αὐθυπόστατον: πᾶν ... τὸ αὐθυπόστατον ἀμερές Procl.in Prm.785.
2 adv. -ως hipostáticamente οὔτε ἐκ τῆς μίξεως ... ἐγένετο ... οὔτε ἔξωθεν αὐ. Phlp.in de An.52.19, cf. Procl.Inst.41, Leont.H.Nest.M.86.1572D.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθυπόστατος: -ον, (ὑφίσταμαι) = τῷ προηγ., Ἰάμβλ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 400.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθυπόστατος, -ον)
αυτός που έχει δική του υπόσταση, που υπάρχει καθ' εαυτόν
νεοελλ.
αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη επιχείρηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + υποστατός < υφίσταμαι].

German (Pape)

Erkl. zu αὐθύπαρκτος, Hesych.; σῶμα Schol. Plat. Rep. VIII.381.