πρωράτης

From LSJ
Revision as of 18:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

German (Pape)

[Seite 804] ὁ, der Untersteuermann, der seinen Platz auf dem Vordertheile des Schiffes hatte, im Gegensatz von πρυμνητής, Xen. Ath. 1, 2; auch στρατοῦ, Soph. frg. 470 bei Suid., wo πρωρατής geschrieben ist. Nach Plut. Agesil. 15 τὰ ἔμπροσθεν προορώμενος τοῦ κ υβερνήτου ἀφορᾷ πρὸς ἐκεῖνον καὶ τὸ προσταττόμενον ὑπ' ἐκείνου ποιεῖ.

Greek Monolingual

ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α
νεοελλ.
ναυτ. άνδρας του πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος του σκάφους
αρχ.
1. ο πρωρεύς
2. αρχηγός, διοικητήςπρωράτης στρατοῦ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα -ᾱτης / -ήτης (πρβλ. πρυμν-ήτης: πρύμνη)].