λυκοειδής
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ές, A wolf-like, Eust. 856.51. II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές (Α λυκοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύκο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ειδής].
German (Pape)
ές, wolfsähnlich, -artig, bes. von der Farbe, ζῷα, Vetera Lexica.