εὐριπώδης
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ες, A like a Euripus, τόποι Arist. GA763b2. II living in such a place, Id.HA621b23.
German (Pape)
[Seite 1093] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῑπώδης:
1 похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);
2 живущий в морском канале, рукаве или узком проливе (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρῑπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ Εὐρίπῳ, τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.
Greek Monolingual
εὐριπώδης, -ῶδες (Α) εύριπος
1. αυτός που μοιάζει με τον εύριπο
2. αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.