εὐχαρίστως
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Russian (Dvoretsky)
εὐχᾰρίστως:
1 по желанию сердца, счастливо (τελευτᾶν τὸν βίον Her.);
2 благодарно, с признательностью (διακεῖσθαι πρός τινα Diod.).